- άνοστος
- -η, -οεπίρρ. -α ανούσιος, άχαρος: Τα κοτόπουλα τα τελευταία χρόνια είναι τελείως άνοστα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἄνοστος — unreturning masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνοστος — (I) ἄνοστος, ον (Α) [νόστος «επιστροφή»] εκείνος που δεν επέστρεψε ή δεν επιστρέφει στην πατρίδα («πάντες ἐγένοντο ἄνοστοι»). (II) η, ο (Α ἄνοστος, ον) [νόστος (II) «γεύση»] χωρίς νοστιμιά, άγευστος, ανούσιος νεοελλ. εκείνος που δεν προκαλεί… … Dictionary of Greek
ἀνόστως — ἄνοστος unreturning adverbial ἄνοστος unreturning masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνοστον — ἄνοστος unreturning masc/fem acc sg ἄνοστος unreturning neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνοστότερα — ἄνοστος unreturning neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόστους — ἄνοστος unreturning masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνόστων — ἄνοστος unreturning masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄνοστοι — ἄνοστος unreturning masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξανοστεύω — 1. γίνομαι άνοστος, ανοσταίνω 2. χάνω την ανοστιά μου («με αυτό το φάρμακο ξανοστεύει το στόμα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. και στερ. ξ(ε) * + ανοστεύω (< άνοστος)] … Dictionary of Greek
Pontic Greek — language name=Pontic Greek nativename=Ποντιακά, Ρωμαίικα familycolor=Indo European states=Greece, Russia, Ukraine, Georgia, Kazakhstan, Turkey, Germany, The Netherlands region=Southeastern Europe speakers=324,535 fam2=Greek fam3=Koine… … Wikipedia